εκκαθαριστής

εκκαθαριστής
ο (θηλ. εκκαθαρίστρια)
1. αυτός που διενεργεί εκκαθάριση τών λογαριασμών εταιρείας, καταστήματος κ.λπ.
2. ειδική συσκευή για την αφαίρεση τού γλεύκους από την ακάθαρτη τρυγία που παρασύρεται με τη σύνθλιψη τών σταφυλιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκκαθαριστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που κάνει την εκκαθάριση (βλ. λ., 5) των λογαριασμών. 2. στρατιώτης που αποτελεί μέλος ειδικού αποσπάσματος για την εκκαθάριση (βλ. λ., 4) εχθρικής τοποθεσίας: Απόσπασμα εκκαθαριστών. 3. ειδική συσκευή για αφαίρεση της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”